παλούκι — το (λ. λατ.) 1. πάσσαλος: Χρειάζονται πολλά παλούκια για την περίφραξη του κτήματος. 2. μτβ., δυσκολία, δύσκολο έργο: Αυτή η δουλειά είναι παλούκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλουκώνω — [παλούκι] 1. διατρυπώ κάποιο σώμα με πάσσαλο, ανασκολοπίζω, σουβλίζω 2. μέσ. παλουκώνομαι κάθομαι στη θέση μου και παραμένω ακίνητος 3. μτφ. (για άνδρα) συνουσιάζομαι, συνευρίσκομαι με γυναίκα … Dictionary of Greek
σκώλος — Αρχαία πόλη της Βοιωτίας κοντά στον Κιθαιρώνα, όπου σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, εκεί κατασπαράχτηκε από τις Μαινάδες ο βασιλιάς Πενθέας, επειδή είχε περιφρονήσει τη λατρεία του Διόνυσου. * * * (I) ὁ, Α 1. πάσσαλος με οξύ το ένα του άκρο,… … Dictionary of Greek
πάλος — (I) πάλος, ὁ (Α) [πάλλω] 1. κλήρος που βγαίνει από σειόμενη περικεφαλαία 2. (γενικά) κλήρος 3. ψήφος («ἀρίθμημα τῶν πάλων», Αισχύλ.). (II) ο (ΑΜ πᾱλος) μυτερό ξύλο, πάσσαλος, παλούκι αρχ. ομάδα ή ζεύγος ξιφομάχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pālus «μυτερό … Dictionary of Greek
παλουκιά — η [παλούκι] 1. χτύπημα με παλούκι 2. μτφ. ατυχία, ζημιά, οδυνηρό πάθημα, περιπέτεια … Dictionary of Greek
παλουκοδέτης — ο παλούκι στο οποίο δένουν τα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλούκι + δέτης (< δένω)] … Dictionary of Greek
σκόλοπας — ο / σκόλοψ, οπος, ΝΜΑ σώμα επίμηκες που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, ώστε να μπορεί να μπήγεται, πάσσαλος, παλούκι νεοελλ. μτφ. βάσανο, ενόχλημα αρχ. 1. μικρή σχίζα, αγκάθι 2. εργαλείο κατάλληλο για χειρουργική επέμβαση στην ουρήθρα 3. το οξύ άκρο… … Dictionary of Greek
σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… … Dictionary of Greek
Palouki — (Greek, Modern: Παλούκι, Katharevousa: ον on ), older forms: o and on is a Greek settlement located 7 km southwest of Amaliada about 74 km (old: 76 km) southwest of Patras and 24 km northwest of Pyrgos. Palouki had a 2001 population of 218 for… … Wikipedia
Amaliada — Gemeinde Amaliada (1924–2010) Δήμος Αμαλιάδας (Αμαλιάδα) … Deutsch Wikipedia