παλούκι

παλούκι
το (Μ παλούκι)
μακρόστενη ράβδος, ιδίως από ξύλο, με μυτερή τη μία άκρη της για να μπήγεται στο χώμα ή στον τοίχο, πάσσαλος
νεοελλ.
1. μτφ. δύσκολο έργο, μεγάλη δυσκολία (α. «αυτή η δουλειά είναι παλούκι» β. «τά βρήκαμε παλούκια» — συναντήσαμε μεγάλες, δυσκολίες)
2. φρ. «είναι τού σκοινιού και τού παλουκιού» — είναι τελείως διεφθαρμένος
3. παροιμ. «όποιος πηδάει πολλά παλούκια σε κάποιο θα καθήσει» — λέγεται για άτομα που ριψοκινδυνεύουν κατ' επανάληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. παλούκ-ιον, υποκορ. τού λατ. paluceus < palus «παλούκι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παλούκι — το (λ. λατ.) 1. πάσσαλος: Χρειάζονται πολλά παλούκια για την περίφραξη του κτήματος. 2. μτβ., δυσκολία, δύσκολο έργο: Αυτή η δουλειά είναι παλούκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παλουκώνω — [παλούκι] 1. διατρυπώ κάποιο σώμα με πάσσαλο, ανασκολοπίζω, σουβλίζω 2. μέσ. παλουκώνομαι κάθομαι στη θέση μου και παραμένω ακίνητος 3. μτφ. (για άνδρα) συνουσιάζομαι, συνευρίσκομαι με γυναίκα …   Dictionary of Greek

  • σκώλος — Αρχαία πόλη της Βοιωτίας κοντά στον Κιθαιρώνα, όπου σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, εκεί κατασπαράχτηκε από τις Μαινάδες ο βασιλιάς Πενθέας, επειδή είχε περιφρονήσει τη λατρεία του Διόνυσου. * * * (I) ὁ, Α 1. πάσσαλος με οξύ το ένα του άκρο,… …   Dictionary of Greek

  • πάλος — (I) πάλος, ὁ (Α) [πάλλω] 1. κλήρος που βγαίνει από σειόμενη περικεφαλαία 2. (γενικά) κλήρος 3. ψήφος («ἀρίθμημα τῶν πάλων», Αισχύλ.). (II) ο (ΑΜ πᾱλος) μυτερό ξύλο, πάσσαλος, παλούκι αρχ. ομάδα ή ζεύγος ξιφομάχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pālus «μυτερό …   Dictionary of Greek

  • παλουκιά — η [παλούκι] 1. χτύπημα με παλούκι 2. μτφ. ατυχία, ζημιά, οδυνηρό πάθημα, περιπέτεια …   Dictionary of Greek

  • παλουκοδέτης — ο παλούκι στο οποίο δένουν τα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλούκι + δέτης (< δένω)] …   Dictionary of Greek

  • σκόλοπας — ο / σκόλοψ, οπος, ΝΜΑ σώμα επίμηκες που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, ώστε να μπορεί να μπήγεται, πάσσαλος, παλούκι νεοελλ. μτφ. βάσανο, ενόχλημα αρχ. 1. μικρή σχίζα, αγκάθι 2. εργαλείο κατάλληλο για χειρουργική επέμβαση στην ουρήθρα 3. το οξύ άκρο… …   Dictionary of Greek

  • σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… …   Dictionary of Greek

  • Palouki — (Greek, Modern: Παλούκι, Katharevousa: ον on ), older forms: o and on is a Greek settlement located 7 km southwest of Amaliada about 74 km (old: 76 km) southwest of Patras and 24 km northwest of Pyrgos. Palouki had a 2001 population of 218 for… …   Wikipedia

  • Amaliada — Gemeinde Amaliada (1924–2010) Δήμος Αμαλιάδας (Αμαλιάδα) …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”